- ἀγωνοθετήρ
- ἀγωνο-θετήρ, ῆρος, ὁ, = sq., IG14.502 ([place name] Catana).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης … Dictionary of Greek
ἀγωνοθετῆρα — ἀγωνοθετήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)